νιγλαρος

νιγλαρος
    νίγλαρος
    νίγλᾰρος
    ὅ дудочка, свисток Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νιγλαρος" в других словарях:

  • νίγλαρος — whistle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»